ἀναπεπταμένα

ἀναπεπταμένα
ἀναπεπταμένᾱ , ἀναπεπταμένος
explicitly
fem nom/voc/acc dual
ἀναπεπταμένᾱ , ἀναπεπταμένος
explicitly
fem nom/voc sg (doric aeolic)
ἀναπετάννυμι
spread out
perf part mp neut nom/voc/acc pl
ἀναπεπταμένᾱ , ἀναπετάννυμι
spread out
perf part mp fem nom/voc/acc dual
ἀναπεπταμένᾱ , ἀναπετάννυμι
spread out
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀναπεπταμένας — ἀναπεπταμένᾱς , ἀναπεπταμένος explicitly fem acc pl ἀναπεπταμένᾱς , ἀναπεπταμένος explicitly fem gen sg (doric aeolic) ἀναπεπταμένᾱς , ἀναπετάννυμι spread out perf part mp fem acc pl ἀναπεπταμένᾱς , ἀναπετάννυμι spread out perf part mp fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπεπταμέναι — ἀναπεπταμένᾱͅ , ἀναπεπταμένος explicitly fem dat sg (doric aeolic) ἀναπετάννυμι spread out perf part mp fem nom/voc pl ἀναπεπταμένᾱͅ , ἀναπετάννυμι spread out perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιθυκρήδεμνος — ἰθυκρήδεμνος, ον (Α) (για πλοία) αυτός που έχει τα ιστία αναπεπταμένα, τα πανιά ανοιχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + κρήδεμνον «κάλυμμα»] …   Dictionary of Greek

  • οχύρωση — Έργο ή συγκρότημα έργων, κατασκευασμένο για την υπεράσπιση μιας θέσης ή μιας περιοχής. Η υπεράσπιση αυτή μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλη εκμετάλλευση της ίδιας της μορφής του εδάφους καθώς και με διάφορες βελτιώσεις. Έτσι είναι δυνατό να… …   Dictionary of Greek

  • πλησίστιος — ια, ιο / πλησίστιος, ιον, ΝΑ 1. (για πλοίο) αυτός που πλέει με γεμάτα τα ιστία, με φουσκωμένα τα πανιά 2. μτφ. αυτός που πλέει με όλη την ταχύτητα, ολοταχώς και κατευθείαν, αυτός που φέρεται ακράτητος προς μία κατάσταση («φέρονται πλησίστιοι προς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”